Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πού χάθηκε

  • 1 деть

    деть разг. βάζω, τοποθετώ, χώνω куда ты дел мой карандаш? πού έχωσες το μολύβι μου; \деться (затеряться) χάνομαι; куда он делся? πού χάθηκε;
    * * *
    разг.
    βάζω, τοποθετώ, χώνω

    куда́ ты дел мой каранда́ш? — πού έχωσες το μολύβι μου

    Русско-греческий словарь > деть

  • 2 деваться

    дева||ться
    (исчезать) χάνομαι, ἐξαφανίζομαι:
    куда он \деватьсялся? ποῦ χάθηκε;, τί ἐγινε;· он не знал, куда \деватьсяться со стыда δέν ήξερε ποῦ νά κρυφτεί ἀπό τήν ντροπή του.

    Русско-новогреческий словарь > деваться

  • 3 деться

    ( затеряться) χάνομαι

    куда́ он де́лся? — πού χάθηκε

    Русско-греческий словарь > деться

  • 4 пропасть

    θ.
    1. βάραθρο• άβυσσος• χάσμα•

    бездонная пропасть απύθμενο χάσμα άβυσσος.

    || γκρεμός, κρημνός•

    быть на краю -и είμαι στην άκρη (στο χείλος) του γκρεμού.

    2. μτφ. αγεφύρωτο χάσμα (το ασυμβίβαστο απόψεων, διαφορών κ.τ.τ.).
    3. πλήθος μεγάλο• μελίσσι, εσμός• τεράστια ποσότητα.• σωρός•

    пропасть народа μεγάλη πολυκοσμία, κοσμοπλημμύρα, ανθρωποθάλασσα.• у него пропасть врагов αυτός έχει ένα σωρό εχθρούς•

    в комнате была пропасть муссору στο δωμάτιο ήταν σωρός τα σκουπίδια.

    4. επιφ. να παρ η οργή! αθεόφοβε! χαμένο κορμί.
    εκφρ.
    пропасть и нет – δε θα χαθείς, δε θα σκοτωθείς ή δε θα πέσεις από το γκρεμό.
    -паду, -падшь, παρλθ. χρ. пропал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пропавший ρ. σ.
    1. χάνομαι, εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος, εκλείπω•

    -ло письмо χάθηκε το γράμμα•

    у меня -ла собака έχασα το σκυλί•

    всё -ло όλα χάθηκαν, το παν χάθηκε.

    2. κρύβομαι• δε φαίνομαι ή δεν ακούομαι•

    -ли горы χάθηκαν τα βουνά•

    голоса -ли вдали οι φωνές χάθηκαν(έσβησαν) μακριά.

    || αργώ να επιστρέψω•

    он ушл и -ал на неделю αυτός έφυγε και χάθηκε για μια βδομάδα•

    где ты -ал? που χάθηκες; τι έγινες; που ήσουν;

    3. καταστρέφομαι•

    цветы -ли от мороза τα λουλούδια καταστράφηκαν από τον πάγο.

    || φονεύομαι, σκοτώνομαι, χάνομαι•

    сын его -ал в войне το παιδί του χάθηκε στον πόλεμο.

    4. παραμένω ανώφελος, άκαρπος•

    -дут мой труды θα πάνε χαμένες οι εργασίες μου (οι κόποι μου).

    εκφρ.
    пропасть даром (попусту) – χάνομαι άδικα.• пиши -ло πες πως χάθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > пропасть

  • 5 стать

    ста||ть I
    сов
    1. см. становиться·
    2. (остановиться) σταματώ, στέκομαι:
    река \статьла τό ποτάμι ἐπάγωσε· часы \статьли τό ρολόγι σταμάτησε·
    3. (начать) ἀρχίζω, ἀρχινώ:
    я \статьл учиться а) ἄρχισα νά σπουδάζω, б) ἄρχισα νά πηγαίνω σχολείο (о школьнике)·
    4. безл:
    его не \статьло ἔπαψε νά ὑπάρχει, χάθηκε· ◊ во что́ бы. то ни \статьло πάσει θυσία· за этим де́ло не \статьнет γι ' αὐτό μή σέ νοιάζει.
    стат||ь II ж разг:
    быть под \стать (кому-л.) ταιριάζω κάποιου· с какой \статьи? ἀπό ποῦ κι ὡς ποῦ;, γιά ποιο λόγο;

    Русско-новогреческий словарь > стать

  • 6 видеть

    вижу, видишь, παθ. μτχ. ενεστ. видимый, βρ: -дим, -а, -о, ρ.δ.μ.
    1. βλέπω, ορώ, θωρώ•

    я -ел своими глазами είδα με τα ίδια μου τα μάτια•

    старик еще хорошо -ит ο γέρος ακόμα καλά βλέπει.

    || συναντώ•

    мне хотелось видеть вашего директора εγώ ήθελα (θέλω) να ιδώ το διευθυντή σας.

    2. αναπαρασταίνω•

    я его вижу, как живого τον βλέπω σαν ζωντανόν.

    3. παραδέχομαι, αναγνωρίζω, καταλαβαίνω, αισθάνομαι•

    видеть свою ошибку βλέπω το λάθος μου.

    εκφρ.
    -ишь (-те), -ишь ли (-те ли) – βλέπεις, -ετε (λοιπόν)•
    видеть насквозь – διαβλέπω, δι,αγιγνώσκω•
    видеть не могу – δεν μπορώ ν’αντικρίζω•
    как -те – όπως βλέπετε, όπως σας είναι σαφές•
    не видеть света – δε βλέπω το φως της μέρας (είμαι υπεραπασχολημενος)• υποφέρω πολύ•
    рад видеть вас – χαίρω που σας βλέπω (σας συνάντησα)•
    только и -ли (кого) – μόλις, τον είδαμε, εξαφανίστηκε κιόλας, δεν προκάναμε να τον ιδούμε και χάθηκε από μπροστά μας.
    1. φαίνομαι, είμαι ορατός, διακρίνομαι•

    кой-где видятся деревья κάπου-κάπου φαίνονται δέντρα.

    || ονειρεύομαι, βλέπω στον ύπνο•

    ему -лось сон αυτός είδε όνειρο.

    2. συναντιέμαι•

    мы часто видемся друг с другом εμείς ταχτικά βλεπόμαστε.

    εκφρ.
    как -ится – όπως φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > видеть

  • 7 иголка

    θ.
    βλ. игла (1,2 σημ.)..
    εκφρ.
    до -и – με το νυ και με το σίγμα, καταλεπτώς, λεπτομερέστατα•
    с -иβλ. с иголочки• как -в стогу (исчезнуть, затерять(ся) ψάχνω βελόνι στ άχυρα (για κάτι που εξαφανίστηκε, χάθηκε)•
    быть (ή сидетьκ.τ.τ.) как на -ах κάθομαι στα βελόνια ή στα καρφιά ή στ αγκάθια (ανησυχώ πολύ, αδημονώ)•
    -и не подпустить ή подточитьπαλ. δε δίνω ούτε την παραμικρή αφορμή.

    Большой русско-греческий словарь > иголка

  • 8 сбить

    собью, собьшь, προστκ. сбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сбитый, βρ: -сбит, -а, -о.
    1. καταρρίπτω χτυπώντας•

    сбить яблоки с ветки ρίχνω κάτω τα μήλα από το κλαδί•

    сбить человека с ног ρίχνω κάμω τον άνθρωπο (στεκόμενοη βαδίζοντα)•

    сбить самолт καταρρίπτω αεροπλάνο.

    || αποσπώ• σπάζω•

    сбить замок с двери σπάζω την κλείδων ιά της πόρτας.

    || απωθώ, εκδιώκω, βγάζω•

    сбить полк с позиции βγάζω το σύνταγμα από τις θέσεις (που κατέχει),

    2. φθείρω, χαλνώ με το χτύπημα, το βάδισμα•

    сбить каблук χαλνώ το τακούνι•

    сбить подковы φθείρω τα πέταλα.

    || γρατσουνιζω, εκδέρω.
    3. κινώ, κουνώ, μετακινώ με χτύπημα ή σπρώξιμο. || χαλνώ, ανατρέπω•

    сбить прицель χαλνώ τη σκόπευση•

    сбить планы χαλνώ τα σχέδια.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτρέπω• παρεκκλίνω•

    сбить с дороги εκτρέπω της οδού.

    5. (για σκέψη, συνομιλία)• στρέφω, γυρίζω αλλού.
    6. μπερδεύω, συγχύζω• περιπλέκω•

    сбить на допросе μπερδεύω κατά την ανάκριση•

    на экзамене μπερδεύω στην εξέταση.

    7. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• χαμηλώνω, κατεβάζω•

    сбить температуру жаропонижающими средствами κατεβάζω τον πυρετό με αντ ιπυρετικά φάρμακα.

    || χτυπώ., προκαλώ πτώση•

    сбить цену χτυπώ την τιμή.

    8. συνενώνω, συνδέω, καρφώνω, κάνω, σκαρώνω•

    сбить полы φτιάχνω πατώματα•

    сбить ящик из досок φτιάχνω κιβώτιο από σανίδια.

    9. μαζεύω, συγκεντρώνω•

    сбить всех в кучу συγκεντρώνω όλους σωρό.

    || δημιουργώ• οργανώνω, ιδρύω. || (απλ.) αποταμιεύω, μαζεύω, οικονομώ.
    10. χτυπώ, δέρνω•

    сбить желтки χτυπώ τους κρόκους.

    || (για μαλλιά)• ανακατώνω.
    11. εξάγω, βγάζω•

    сбить масло βγάζω βούτυρο (χτυπώντας το γάλα).

    || ετοιμάζω, φτιάχνω•

    сбить шерсть ξένω το μαλλί•

    сбить печь φτιάχνω φούρνο.

    εκφρ.
    сбить спесь (гонор, форсκ.τ.τ.) с кого κόβω τη φόρα (τον αέρα) κάποιου (ταπεινώνω)•
    сбить с пути – βγάζω κάποιον από το σωστό δρόμο.
    1. μετακινούμαι, ξεφεύγω (από τη θέση)•

    бинт -лся ο επίδεσμος ξέφυγε•

    галстук -лся η γραβάτα ξέφυγε (στράβωσε)•

    шляпа -лась на бок η ρεμπούμπλικα έκλινε πλάγια•

    пристрелка орудия -лась η σκόπευση του πυροβόλου ξέφυγε.

    || αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (χάθηκε).

    2. χτυπιέμαι, βλάπτομαι• αχρηστεύομαι. || φθείρομαι• στραβοπατιέμαι.
    3. ξεστρατίζομαι, ξεφεύγω από το δρόμο, παραστρατώ• περιπλανιέμαι•

    сбить с дороги ξεστρατίζομαι,.

    ξεφεύγω, παρεκκλίνω (από το θέμα κ.τ.τ.).
    4. περνώ, γίνομαι, καθίσταμαι• μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι.
    5. μπερδεύομαι, συγχύζομαι, τα χάνω•

    он -лся на экзаменах αυτός τά χασέ στις εξετάσεις.

    6. στριμώχνομαι, συνωστίζομαι, συνωθούμαι. || ιδρύομαι, δημιουργούμαι, σχηματίζομαι• οργανώνομαι. || (για μέσα, χρήματα) μαζεύομαι• αποταμιεύομαι.
    7. (για ρευστά) πηχτώνω από το χτύπημα. || (για μαλλιά) ανακατεύομαι.
    εκφρ.
    сбить с ног – μου κόβονται τα πόδια (από την κούραση)•
    сбить с ноги – χάνω το βήμα (κατά το βηματισμό)•
    сбить с пути – ξεφεύγω από τον κανονικό δρόμο, παίρνω άσχημο δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > сбить

См. также в других словарях:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • συγχωρώ — συγχωρῶ, έω, ΝΜΑ, και συχωρώ και σ(υ)(γ)χωρνώ και σχωρώ, άω, Ν [χωρῶ] 1. απαλλάσσω κάποιον από σφάλμα του, παρέχω συγγνώμη, δίνω άφεση αμαρτιών (α. «σού τό συγχωρώ για τελευταία φορά» β. «συγχωρεῑν ἁμαρτήματα», Αποφθεγμ. Πατέρ.) 2. επιτρέπω (α.… …   Dictionary of Greek

  • Βάλβος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Λεύκιος Κορνήλιος ο Γαδιτανός (Lucius Cornelius Balbus, Γάδειρα 1ος αι. π.Χ.). Στενός φίλος του Καίσαρα και του Πομπήιου. Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος, έκανε κάθε προσπάθεια για να τους συμφιλιώσει. Μετά τον θάνατο …   Dictionary of Greek

  • Σενεγάλη — Κράτος της Δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Mαυριτανία, Α με το Mάλι και στα Ν με τη Γουινέα και την Γκάμπια. Στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό.H Σενεγάλη αντιστοιχεί στο ομώνυμο πρώην έδαφος της Δυτικής Γαλλικής Aφρικής (AOF), που… …   Dictionary of Greek

  • κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης …   Dictionary of Greek

  • πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… …   Dictionary of Greek

  • Παύλος — I Βασιλιάς της Ελλάδας (1947 – 1964). Τριτότοκος γιος του Κωνσταντίνου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1901, φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, υπηρέτησε κατόπιν στο πολεμικό ναυτικό, ακολούθησε τον πατέρα του στην εξορία το 1917 κι αρνήθηκε να δεχτεί… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Μονή — Βυζαντινό μοναστήρι στην κοινότητα Καρυών της Χίου, στο Προβάτιον όρος, αφιερωμένο στην Παναγία. Η Ν.Μ. ιδρύθηκε τον 11ο αι. και είναι περίφημη προπάντων για τον ψηφιδωτό διάκοσμο του καθολικού της. Κατά την παράδοση, επιβεβαιώμενη και από… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • πυξίδα — Όργανο το οποίο, βασιζόμενο σε μαγνητικές και μηχανικές ιδιότητες, παρέχει άμεσο προσανατολισμό προς σταθερές κατευθύνσεις, όπως είναι ο γήινος μαγνητικός άξονας ή ο άξονας περιστροφής της Γης. Η αρχαιότερη και πιο διαδεδομένη εφαρμογή της π.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»